τυποβαφική

τυποβαφική
ή τυποβαφία, η, Ν
(υφαντ.-χημ.) μέθοδος βαφής κατά την οποία χρωματίζονται ορισμένα τμήματα υφάσματος ή ολόκληρο το ύφασμα, με διάφορα όμως χρώματα, ώστε να σχηματίζονται ποικίλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυποβαφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλγίνη — ή αλγινάτη, η Χημ. κολλοειδής οργανική ουσία που παράγεται από φύκια τής θάλασσας ορισμένων περιοχών και είναι δυνατό να κλωστοποιηθεί. Αποτελείται κυρίως από τα αλγινικά άλατα τού νατρίου και τού μαγνησίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή… …   Dictionary of Greek

  • τυποβαφία — η, Ν βλ. τυποβαφική …   Dictionary of Greek

  • αραβικό κόμμι — Εκχύλισμα που προέρχεται από ένα είδος ακακίας του Σουδάν. Λέγεται και αραβίνη. Το α.κ. είναι μείγμα που περιέχει άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του καλίου, αραβικό οξύ και τις πεντοζάνες αραβάνη και γαλακτάνη. Το α.κ., που ήταν γνωστό… …   Dictionary of Greek

  • εμπριμέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), ύφασμα με διακοσμητικά σχέδια αποτυπωμένα με την τυποβαφική μέθοδο, το σταμπάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”