- τυποβαφική
- ή τυποβαφία, η, Ν(υφαντ.-χημ.) μέθοδος βαφής κατά την οποία χρωματίζονται ορισμένα τμήματα υφάσματος ή ολόκληρο το ύφασμα, με διάφορα όμως χρώματα, ώστε να σχηματίζονται ποικίλα σχέδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυποβαφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.